Στο πρώτο άρθρο μας για τις ανθρώπινες σχέσεις προσεγγίσαμε συνοπτικά τα τρία βασικά «συστατικά» μιας σχέσης αγάπης. Στη συνέχεια αναδείξαμε την – όχι και τόσο καθοριστική τελικά – σημασία του πρώτου μας συναισθηματικού δεσμού στη διαμόρφωση των συναισθηματικών, γνωστικών και συμπεριφορικών σχημάτων, τα οποία παρουσιάζουμε στις μετέπειτα σχέσεις μας με σημαντικούς για εμάς ανθρώπους. Στη σχέση μας με το σημαντικότερο όμως άνθρωπο της ζωής μας, εμάς, θα αναφερθούμε σε αυτό το άρθρο.
Η πρώτη εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, αυτή που μας συντροφεύει περίπου για ενάμισι με δύο χρόνια, είναι συνυφασμένη με την εικόνα της μητέρας μας – ή όποιου άλλου ενήλικα έχει αναλάβει το ρόλο της στη ζωή μας. Τα βρέφη πράγματι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως ξεχωριστό από τη μητέρα τους άνθρωπο στο τέταρτο εξάμηνο της ζωής τους, οπότε και αρχίζουν να οικοδομούν για πρώτη φορά την αυτοεικόνα τους. Η αυτοεικόνα μας, λοιπόν, αποτελεί τη φυσική συνέχεια της εικόνας που μας έχει προσφέρει η μητέρα μας – για εμάς, για την ίδια, για τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Η εικόνα βέβαια που σταδιακά χτίζεται στο γνωστικό μας σύστημα για εμάς, ενώ πλέον «αποκολλάται» από αυτήν που έχουμε χτίσει για τη μητέρα μας, συνεχίζει να επηρεάζεται σημαντικά από τα μηνύματα και την ανατροφοδότηση που δεχόμαστε από το περιβάλλον μας. Εξάλλου μέχρι την προσχολική ηλικία, στην οποία αρχίζουμε να αναπτύσσουμε την ικανότητα της συμβολικής αναπαράστασης των εμπειριών μας και τα πρώτα ψήγματα κριτικής σκέψης (ακολουθίες, σχέσεις αιτιότητας κ.λπ), δεν έχουμε την ικανότητα να επεξεργαστούμε νοητικά κάτι το οποίο δεν βρίσκεται στο άμεσο φυσικό μας περιβάλλον.
Αυτή όμως η εικόνα, όσο μεγαλώνουμε, μεταβάλλεται από τις εμπειρίες μας αλλά και από τις νοητικές ικανότητες που αναπτύσσουμε στην πορεία. Παραμένει, ωστόσο, μια εικόνα άμεσα συνδεδεμένη με τον πρώτο μας δεσμό, μέσα από τον οποίο μάθαμε να σχετιζόμαστε με τους άλλους. Είναι λοιπόν καθοριστική η σχέση που αναπτύσσουμε με τον εαυτό μας για τις σχέσεις μας με όλους τους άλλους ανθρώπους στη ζωή μας.
Μία σχέση αγάπης με τον εαυτό μας, βάσει των όσων αναπτύχθηκαν στο πρώτο άρθρο της σειράς για τις «Σχέσεις Αγάπης», δε θα μπορούσε να εμπεριέχει την προσκόλληση ή την επιθυμία. Αυτό λοιπόν που εννοούμε ως αυτοαγάπη ουσιαστικά ταυτίζεται με την αυτοφροντίδα. Στο ευρύτερο πλαίσιο της αυτοφροντίδας αναπτύσσεται η αυτοαποδοχή και η αυτοσυμπόνοια.
Εννοιολογικά ένας άνθρωπος ο οποίος αποδέχεται σε θεμελιώδες επίπεδο (και όχι συγκυριακά) τον εαυτό του, βιώνει τον εαυτό του ως άξιο αγάπης ανεξάρτητα από τις επιδόσεις του ή άλλα εφήμερα κριτήρια· είναι ο άνθρωπος που δεν αισθάνεται εν συγκρίσει «λιγότερος», όταν αποτυγχάνει, ούτε «καλύτερος», όταν επιτυγχάνει κάτι. Είναι ο άνθρωπος που στην πρώτη περίπτωση μπορεί να συμπονέσει τον εαυτό του και σε κάθε περίπτωση να τον φροντίσει – ακριβώς επειδή η αυτοεικόνα του θεμελιώνεται με αξίες και πεποιθήσεις που έχουν συνέχεια, συνέπεια και διάρκεια.
Όπως η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων είναι μια συναισθηματική ανταλλαγή, έτσι και η αγάπη για τον εαυτό μας χρειάζεται μια παρόμοια συναισθηματική ανταπόκριση, ώστε να οικοδομηθεί – αυτός είναι και ο λόγος που τοποθετώ την αυτοαποδοχή και την αυτοσυμπόνοια εντός της αυτοφροντίδας και όχι τη δεύτερη ως απόρροια των δύο.
Η αυτοφροντίδα, ωστόσο, όπως επίσης και κάθε άλλη σχέση αγάπης, δοκιμάζεται από εμπειρίες ματαίωσης και αποτυχίας. Υπό τέτοιες συνθήκες είναι η αυτοσυμπόνοια εκείνη που «αναλαμβάνει τα ηνία» για τη διαφύλαξη της αγάπης μας για εμάς. Η αυτοσυμπόνοια εκδηλώνεται σε τέσσερα επίπεδα – συναισθηματικό, σωματικό, κοινωνικό και πνευματικό – και έχει δύο διαστάσεις:
- Η εσωτερικευμένη αυτοσυμπόνοια είναι αυτή η οποία μας μεταμορφώνει και μας θεραπεύει. Χαρακτηρίζεται από πράξεις στις οποίες προβαίνουμε για την ανακούφιση, την καταπράυνση και την επικύρωση των συναισθημάτων μας. Επίσης χαρακτηρίζεται από τη συνειδητή αποδοχή της ανθρώπινης εμπειρίας μας, αναπόσπαστο βίωμα της οποίας είναι και ο πόνος. Η τελευταία οδηγεί και στην ενσυνείδητη αποδοχή του πόνου κάθε στιγμή της βίωσής του, αποτρέποντας ζημιογόνες μακροπρόθεσμα στάσεις όπως η αποφυγή και η άρνηση.
- Η εξωτερικευμένη αυτοσυμπόνοια γίνεται αντιληπτή ως η έκφραση μιας εσωτερικής δύναμης. Χαρακτηρίζεται από πράξεις στις οποίες προβαίνουμε για την αυτοπροστασία, την κάλυψη των αναγκών μας και την αυτοπαρακίνησή μας. Η υπεράσπιση του εαυτού μας, όποτε καθίσταται αναγκαίο, επεκτείνεται και σε τρίτους που βιώνουν παρόμοιες δυσκολίες με εμάς, ενώ μέσα από αυτήν ακριβώς την ευρύτερη οπτική μπορούμε να προσεγγίσουμε την αντικειμενική αλήθεια πίσω από το υποκειμενικό βίωμά μας και να το διαχειριστούμε με διαύγεια.
Ένας άνθρωπος με ανεπτυγμένη την ικανότητα της αυτοφροντίδας, συνεπώς, όταν δεχθεί για παράδειγμα μία λεκτική επίθεση από κάποιον Σημαντικό Άλλο, η οποία θα τον αναστατώσει, θα προβεί σε ενέργειες που θα τον βοηθήσουν αφενός να αισθανθεί ο ίδιος καλύτερα (εσωτερικευμένη αυτοσυμπόνοια) και αφετέρου θα αποκαταστήσουν την όποια αδικία ή ζημία υπέστη από αυτή τη δυσάρεστη για εκείνον εμπειρία (εξωτερικευμένη αυτοσυμπόνοια). Αξίζει να σημειωθεί ότι χρειαζόμαστε πράξεις αυτοσυμπόνοιας και των δύο διαστάσεων τόσο σε συναισθηματικό, όσο και σε σωματικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο, ώστε να διατηρήσουμε μια υγιή σχέση αγάπης με τον εαυτό μας.
Τελικά μπορούμε να ορίσουμε την αγάπη μας για εμάς αφενός ως ένα σύνολο σταθερών και επαναλαμβανόμενων πράξεων αυτοσυμπόνοιας, μέσω των οποίων συνειδητά βελτιώνουμε τη φυσική και συναισθηματική μας κατάσταση, και αφετέρου ως άνευ όρων αυτοαποδοχή. Πρόκειται δηλαδή για τη δεύτερη όψη του νομίσματος των ίδιων δεξιοτήτων, τις οποίες επιδεικνύουμε, όταν καλούμαστε να φροντίσουμε τους ανθρώπους που αγαπούμε. Συνεπώς η σχέση που αναπτύσσουμε με τον εαυτό μας μεγαλώνοντας, πολύ περισσότερο από την ποιότητα των πρώτων μας δεσμών, είναι αυτή η οποία «χρωματίζει» – χαρούμενα ή μελανά – τις σχέσεις μας με τους Σημαντικούς Άλλους της ζωής μας.